- ἐκλαμπρύνεται
- ἐκλαμπρύ̱νεται , ἐκλαμπρύνωpolish upaor subj mid 3rd sg (epic)ἐκλαμπρύ̱νεται , ἐκλαμπρύνωpolish uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.